Η προοπτική της «καθαρής εξόδου»
Εδώ και μερικές μέρες, στην προοπτική της «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια, που προπαγανδίζει η κυβέρνηση, και στο σενάριο της «προληπτικής γραμμής στήριξης», που προβάλλεται είτε ως «κίνδυνος» είτε ως «αντιπρόταση» από ορισμένα αστικά επιτελεία, προστέθηκε το ενδεχόμενο να υπάρξει «τεχνική παράταση» του 3ου μνημονίου, άγνωστο για πόσον καιρό μετά τον Αύγουστο του 2018, οπότε προβλεπόταν η τυπική του ολοκλήρωση.
Θυμίζουμε ότι αντίστοιχη παράταση δόθηκε και στο 2ο μνημόνιο, το Δεκέμβρη του 2014, με τον τότε υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, να δηλώνει ότι «η Ελλάδα χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμα για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις».
Τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς, και αφού μεσολάβησαν οι εκλογές του Γενάρη, η κυβέρνηση ψήφισε το 3ο μνημόνιο, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Οπως και τότε, έτσι και σήμερα, ανεπίσημα διακινείται η «εξήγηση» ότι δεν επαρκεί ο χρόνος μέχρι το Γιούρογκρουπ του Ιούνη για να νομοθετήσει η κυβέρνηση όλα τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της 4ης «αξιολόγησης», και επομένως χρειάζεται να παραταθεί η ισχύς του μνημονίου.
Ετσι, η συζήτηση αξιοποιείται και για τον εκβιασμό του λαού να δεχτεί αδιαμαρτύρητα νέα μέτρα και θυσίες, στο όνομα της «ανάκαμψης», μετά από σχεδόν εννιά χρόνια κρίσης.
Αναπόφευκτα, ωστόσο, η εξέλιξη αυτή επαναφέρει στην επικαιρότητα την κόντρα ανάμεσα στην ΕΕ και στο ΔΝΤ, με αιχμή τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους.
Θυμίζουμε ότι, παράλληλα με την 4η «αξιολόγηση», θα πρέπει μέσα στο επόμενο δίμηνο να καταληχθεί αν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει ή όχι στο «πρόγραμμα» για την Ελλάδα, αφού συμφωνηθούν με την Ευρωζώνη οι όροι επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων που θέτουν τα μνημόνια για τα επόμενα χρόνια και αντίστοιχα ο τρόπος διευθέτησης του ελληνικού χρέους.
Η αντιπαράθεσή τους, βέβαια, έχει ευρύτερες οικονομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις.
Συνδέεται με τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, κυρίως τη Γερμανία, ενώ αντανακλάται και σε αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, στο φόντο της αβέβαιης και αναιμικής ανάπτυξης.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον εμπορικό πόλεμο που φουντώνει ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και στις αντιθέσεις για το μέλλον των ΕΕ - Ευρωζώνης, όπου ομάδες κρατών αντιδρούν στη «γερμανοκεντρική» δημοσιονομική πολιτική.
Μέσα απ' αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί και η πρόταση της Κριστίν Λαγκάρντ (και μάλιστα σε ομιλία της στο Βερολίνο) να αναπτύξουν τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης ένα δικό τους ενιαίο μηχανισμό, αντίστοιχο του ΔΝΤ, μια «εκσυγχρονισμένη ένωση κεφαλαιαγορών, μια βελτιωμένη τραπεζική ένωση και να κινηθούν προς μια μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση, ξεκινώντας με μια κεντρική δημοσιονομική ικανότητα, προκειμένου η Ευρωζώνη να προετοιμαστεί για την επόμενη οικονομική ύφεση».
Με το «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο» εμφανίζεται να συμφωνεί και η Γερμανία, με όρους όμως που θα περιφρουρούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της έναντι άλλων κρατών - μελών.
Πάντως, αν κάτι ξεχωρίζει από τη δήλωση Λαγκάρντ, είναι ότι τα ισχυρότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κράτη προετοιμάζονται για την επόμενη κρίση, πριν καλά καλά ξεφύγουν από τη δίνη της προηγούμενης.
Οπως και να 'χει, είτε με «καθαρή έξοδο» είτε με παράταση των μνημονίων είτε με ΔΝΤ στο πρόγραμμα ή με Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ο λαός όσο κι αν ψάξει δεν πρόκειται να βρει πουθενά το δικό του συμφέρον σ' αυτούς τους σχεδιασμούς και ανταγωνισμούς, όπου η συνέχιση και ένταση της αντιλαϊκής πολιτικής είναι η μόνη σταθερά.
Προϋποθέσεις διεξόδου προς όφελός του μπορεί να διαμορφώσουν μόνο η ένταση της δουλειάς για την ανασύνταξη του κινήματος και την Κοινωνική Συμμαχία, η πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, για τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.