Είδος πολυτελείας παραμένει και φέτος το πετρέλαιο θέρμανσης
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ
Κυβερνητικές «αλχημείες» και αποθέωση του «δέκα σου παίρνω, ένα σου δίνω»
Είδος πολυτελείας παραμένει και φέτος το πετρέλαιο θέρμανσης για εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά, αφού η κυβέρνηση φροντίζει να διατηρήσει στα ίδια ληστρικά επίπεδα του 24% τον ΦΠΑ αλλά και στα 28 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο τον Ειδικό Φόρο Καυσίμων. Την ίδια στιγμή διατυμπανίζει την πενιχρή αύξηση που δίνεται φέτος στο συνολικό κονδύλι του επιδόματος θέρμανσης, το οποίο φτάνει τα 68 εκατ. ευρώ από 57,5 εκατ. ευρώ που ήταν πέρσι, και ενώ με τα χρονικά όρια που επιβάλλει, περιορίζει και τη χρονική διάρκεια που κάποιος δικαιούχος μπορεί να αιτηθεί το επίδομα. Εννοείται ότι τα απαράδεκτα χαμηλά εισοδηματικά και περιουσιακά όρια που ίσχυαν παραμένουν ως έχουν, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τους πιθανούς δικαιούχους.
Πιο συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε χτες το υπουργείο Οικονομικών, «το επίδομα ολόκληρης της χειμερινής περιόδου θα δοθεί εμπροσθοβαρώς και προσαυξημένο, σε όλους τους δικαιούχους πριν τα τέλη του τρέχοντος έτους».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το επίδομα θα δοθεί κατόπιν αίτησης του δικαιούχου στη σχετική εφαρμογή του TAXISNET, την οποία θα πρέπει να συμπληρώσει έως τις 20 Δεκέμβρη 2019 και θα πρέπει να πραγματοποιήσει τις σχετικές αγορές πετρελαίου θέρμανσης από τις 15 Οκτώβρη μέχρι τις 31 Δεκέμβρη το αργότερο. Δηλαδή αγορές που θα γίνουν μετά από την παραπάνω ημερομηνία μένουν εκτός επιδότησης, ενώ βέβαια και η απόφαση για την «εμπροσθοβαρή» καταβολή δεν έχει σχέση με κάποια υποτιθέμενη «ευαισθησία» της κυβέρνησης, αλλά σηματοδοτεί την «ελάφρυνση» του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020, προκειμένου να περιοριστούν τυχόν «δημοσιονομικά κενά» στον νέο προϋπολογισμό.
Η Υπουργική Απόφαση περιλαμβάνει ακόμη μια «αλχημεία» με προφανή σκοπό να αφήσει έξω αρκετούς δικαιούχους, ώστε να εμφανίσει επικοινωνιακά αυτούς που πρόλαβαν να αγοράσουν εντός των παραπάνω ημερομηνιών ως «ωφελημένους». Πιο συγκεκριμένα, για να λάβει φέτος ο δικαιούχος το σχετικό επίδομα, αρκεί να πραγματοποιήσει αγορές πετρελαίου θέρμανσης αξίας ίσης ή μεγαλύτερης με το διπλάσιο του επιδόματος. Δηλαδή, π.χ. ένα νοικοκυριό με δύο παιδιά που κατοικεί στην Α' Ζώνη ορεινού δήμου θα πρέπει να αγοράσει εντός των παραπάνω ημερομηνιών πετρέλαιο θέρμανσης ύψους τουλάχιστον 600 ευρώ, για να πάρει το επίδομα των 300 ευρώ.
Να σημειώσουμε ότι αυτήν την περίοδο η μέση τιμή του πετρελαίου θέρμανσης κινείται στα 1,043 ευρώ το λίτρο, από 1,14 ευρώ το λίτρο πέρσι τέτοια εποχή και 0,95 ευρώ το 2017.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει τις «πενταροδεκάρες» αυτές ως «ανακούφιση» για τα λαϊκά νοικοκυριά, την ίδια ώρα που ακόμα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ένα στα τέσσερα νοικοκυριά σε ολόκληρη τη χώρα θα στερηθεί και φέτος επαρκή θέρμανση.
Θυμίζουμε άλλωστε ότι ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο πετρέλαιο θέρμανσης, από 21 ευρώ στο χιλιόλιτρο το 2010, φτάνει σήμερα στα 280 ευρώ, επί του οποίου προστίθεται και ο διογκωμένος ΦΠΑ (24%), με αποτέλεσμα η συνολική φορολογική επιβάρυνση να φτάνει στα 347 ευρώ ανά χιλιόλιτρο.
Ως «αντάλλαγμα» δίνονται τα ψίχουλα του επιδόματος θέρμανσης, μόνο για ένα ορισμένο τμήμα του λαού και βέβαια μόνο για ένα ελάχιστο μέρος από τα κλοπιμαία.
Αλλωστε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την οποία αξιοποιεί ως βάση υπολογισμού η κυβέρνηση της ΝΔ, έχει επιδείξει σημαντικό «έργο» ακόμα και στην περικοπή αυτού του πενιχρού επιδόματος, αφού από το 2015 αυξήθηκαν ταυτόχρονα ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στα 28 λεπτά το λίτρο από 23 λεπτά που ήταν μέχρι τότε και ο ΦΠΑ στο 24% από 23% και παράλληλα το συνολικό κονδύλι του επιδόματος μειώνεται από το 2014 και έπειτα, από τα 206 εκατ. ευρώ στα 186 εκατ. το 2015, στα 106 εκατ. το 2016, στα 112 εκατ. το 2017 και στα 57,5 εκατ. πέρσι.
Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι για τους άγαμους εισοδηματικό όριο είναι τα 12.000 ευρώ και η συνολική αντικειμενική αξία ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους δεν πρέπει να ξεπερνά τα 100.000 ευρώ, για τους έγγαμους το εισοδηματικό όριο ανέρχεται στα 20.000 ευρώ και ακίνητα αντικειμενικής αξίας μέχρι 200.000 ευρώ, ενώ υπάρχει και προσαύξηση 2.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.