Αποφάσεις του ΣτΕ για τον νόμο Κατρούγκαλου
Χωρίς αναδρομική ισχύ οι αποφάσεις για τις
περικοπές στις επικουρικές συντάξεις
Συνεχίζει ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης
τον νόμο λαιμητόμο του Κατρούγκαλου
Νέα δεδομένα για βασικές παραμέτρους του νόμου Κατρούγκαλου δημιουργούν οι πέντε αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν χτες σχετικά με τη λειτουργία του ΕΦΚΑ (εισφορές αυτοαπασχολούμενων, ύψος ανταποδοτικής σύνταξης), τη δημιουργία του ενιαίου ταμείου επικουρικών συντάξεων (ΕΤΕΑΕΠ) και τις περικοπές που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2016 στις επικουρικές συντάξεις, με τη σχετική ΚΥΑ της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για όσους συνταξιούχους είχαν άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης πάνω από 1.300 ευρώ μεικτά.
Οσον αφορά τον ΕΦΚΑ, το ΣτΕ κρίνει ότι το ύψος των εισφορών για την κύρια σύνταξη αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών είναι υψηλό, καθώς είναι τριπλάσιο σε σύγκριση με αυτό των μισθωτών (20% έναντι 6,33%).
Αντίστοιχη κρίση διατυπώνει και για την εισφορά Υγείας.
Το ΣτΕ παραπέμπει το ζήτημα αναπροσαρμογής των εισφορών σε νέο νόμο, χωρίς όμως να θέτει ζήτημα αναδρομικότητας σε αυτήν την προσαρμογή. Ταυτόχρονα, κρίνει συνταγματική την ένταξη όλων των παραπάνω ασφαλισμένων, καθώς και των δημοσίων υπαλλήλων, σε ένα ενιαίο Ταμείο μαζί με τους μισθωτούς (ΕΦΚΑ).
Ενστάσεις διατυπώνει το ΣτΕ όσον αφορά τη συγκρότηση και τη λειτουργία του ΕΤΕΑΕΠ, αναφέροντας ότι δεν υπήρξε σχετική αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα του κλάδου της επικουρικής ασφάλισης και ότι σύμφωνα με τον νόμο 4387/2016 και όσα προβλέπει για το ύψος των επικουρικών συντάξεων, δεν εξασφαλίζεται η επάρκεια των παροχών, δηλαδή των χορηγούμενων συντάξεων.
Αντισυνταγματική κρίνει το ΣτΕ τη μείωση των «παλιών» επικουρικών συντάξεων σε περίπου 260.000 συνταξιούχους, οι οποίοι λάμβαναν άθροισμα κύριας και επικουρικής ποσό άνω των 1.300 ευρώ μεικτά.
Η συγκεκριμένη απόφαση αφορά επιπλέον 130.000 περίπου «νέους» συνταξιούχους, που έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης στο ΕΤΕΑΕΠ από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου και μετά, καθώς κρίθηκαν αντισυνταγματικά τόσο ο επανυπολογισμός και η περικοπή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων το 2016, όσο και ο τρόπος υπολογισμού των νέων συντάξεων.
Ωστόσο, παρά την ακυρότητα της σχετικής ΚΥΑ, το ΣτΕ δεν δίνει τη δυνατότητα αναδρομικής ισχύος στην απόφασή του και ως εκ τούτου δεν δίνει τη δυνατότητα στους συγκεκριμένους συνταξιούχους να απαιτήσουν τις μέχρι τώρα απώλειές τους.
Επιπλέον, το ΣτΕ αμφισβητεί το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης (μέρος της κύριας σύνταξης) που καθορίζει ο νόμος Κατρούγκαλου, θεωρώντας τους συντελεστές αναπλήρωσης χαμηλούς και μη ανταποδοτικούς με βάση τις εισφορές των ασφαλισμένων.
Οπως σημειώνει στην απόφασή του, ο ν. 4387 με τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπλήρωσης «οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές».
Αποπροσανατολιστικές τοποθετήσεις ενόψει του νέου γύρου της αντιασφαλιστικής επίθεσης
Αξιοποιώντας τις αποφάσεις του ΣτΕ, ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης έσπευσε να επαναφέρει την αποπροσανατολιστική κριτική ότι «είναι προφανείς η προχειρότητα και η ιδεοληπτική προσέγγιση με τις οποίες νομοθέτησαν η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τον νόμο Κατρούγκαλου ενσωμάτωσε όλη την προηγούμενη αντιασφαλιστική νομοθεσία των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, συνέχισε την ίδια επίθεση και έστρωσε το έδαφος για τις νέες ανατροπές που ετοιμάζει η σημερινή κυβέρνηση.
Ο Γ. Βρούτσης πρόσθεσε ότι «προετοιμαζόμαστε μεθοδικά ώστε να οικοδομήσουμε πάνω στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης ένα δίκαιο, βιώσιμο και ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα», σε μια τοποθέτηση σχεδόν ίδια με αυτές που έκαναν οι πρώην υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ όταν ετοίμαζαν τον νόμο - λαιμητόμο.
Το «νέο Ασφαλιστικό» που προωθεί η ΝΔ είναι η παραπέρα ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, ενώ οι όποιες προσαρμογές σε εισφορές κ.λπ. δεν οδηγούν σε πραγματική ανακούφιση και ανάκτηση απωλειών για συνταξιούχους και ασφαλισμένους, καθώς είναι δεδομένη η θέση της κυβέρνησης - όπως και του ΣΥΡΙΖΑ - για συνολική μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης τα επόμενα χρόνια.